- ασορτί
- uyumlu, uygun, asorti
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
ασορτί — το (λ. γαλλ.), άκλ., ταιριαστό (για χρώματα): Η τσάντα αυτή θα είναι ασορτί με τα παπούτσια που πήρες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)